Πείρους

Πείρους
Πεῖρος
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αλυσίδα — Σύνολο από αλληλένδετους μεταλλικούς κρίκους, που σχηματίζουν ένα όργανο ανθεκτικό στην έλξη. Χρησιμοποιείται κυρίως για την ανύψωση φορτίων, για τη μετάδοση της κίνησης και για την αγκυροβόληση πλοίων. Οι κρίκοι μπορούν να κατασκευαστούν από… …   Dictionary of Greek

  • ερπύστρια — Όργανο που αποτελείται από πολλά στοιχεία (μεταλλικά ή από καουτσούκ) κινητά το ένα ως προς το άλλο, κλειστό γύρω από τον εαυτό του. Τοποθετείται συνήθως σε αυτοκίνητα οχήματα για να κάνει περισσότερο ευχερή την πορεία τους σε εδάφη ολισθηρά,… …   Dictionary of Greek

  • ἀπείρους — ἄπειρος 1 without trial masc/fem acc pl ἄπειρος 2 boundless masc/fem acc pl ἀ̱πείρους , ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) ἀ̱πείρους , ἤπειρος terra …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλειδί — Μεταλλικό αντικείμενο διαφόρων σχημάτων, κατάλληλο να θέτει σε λειτουργία μηχανικά συστήματα (κλειδαριές, περικόχλια, κοχλίες, χιτώνια ή ενώσεις σωλήνων), τα οποία βασίζονται αποκλειστικά στην αρχή του μοχλού. Στα κ. για κλειδαριές διακρίνονται η …   Dictionary of Greek

  • σύνδεσμος — Μόριο που έχει το ρόλο να συνδέει μεταξύ τους δύο ή περισσότερους όρους σε μια πρόταση ή να ενώνει δύο ή περισσότερες προτάσεις. Οι σ. ανήκουν στα μορφολογικά άκλιτα εκείνα στοιχεία (προθέσεις, επιρρήματα), των οποίων ο ρόλος είναι να… …   Dictionary of Greek

  • Ντεκοβίλ, Πολ — (Paul Decauville, Πτι Μπουργκ, Εσόν 1846 – Νεϊγί 1922). Γάλλος βιομήχανος και εφευρέτης. Εφηύρε έναν τύπου σιδηροδρόμου που λύνεται, μεταφέρεται εύκολα και επανασυναρμολογείται και φέρει το όνομά του. Ο Ν., απόγονος οικογένειας μεγάλων… …   Dictionary of Greek

  • ἀναπείρους — ἀνᾱπείρους , ἀνά ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ἀνά ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεραπείρους — ὑπερᾱπείρους , ὑπέρ ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) ὑπέρ ἀπειρόω multiply to infinity imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”